- καλομιλώ
- καλομιλάω 1. μετ. разговаривать свободно (на иностранном языке);2. αμετ. см. καλομεταχειρίζομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλομιλώ — και καλομιλάω καλομίλησα 1. μιλώ με ευχέρεια κάποια γλώσσα: Την καλομιλάει την αγγλική. 2. μιλώ σε κάποιον με καλό τρόπο: Του καλομίλησα, αν και δεν του έπρεπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομιλώ — άω 1. μιλώ καλά, με ευχέρεια, στην εντέλεια μια ξένη γλώσσα 2. γλυκομιλώ σε κάποιον, τόν καλομεταχειρίζομαι, τού συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη … Dictionary of Greek